- σπαθίζω
- σπάθισα, καταφέρω πλήγματα με το σπαθί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπαθίζω — σπαθίζω, σπάθισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπαθίζω — ΝΜΑ [σπάθη] (αμτβ.) ασκούμαι στην ξιφασκία (νεοελλ μσν.) (μτβ.) χτυπώ με σπαθί αρχ. 1. απλώνω κάτι με σπάτουλα 2. σπαταλώ, διασπαθίζω 3. μέσ. σπαθίζομαι συνηθίζω να αλείφομαι με αρωματικές ουσίες 4. παθ. καταστρέφομαι … Dictionary of Greek
σπαθίζει — σπαθίζω stir with a spatula pres ind mp 2nd sg σπαθίζω stir with a spatula pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάθιζε — σπαθίζω stir with a spatula pres imperat act 2nd sg σπαθίζω stir with a spatula imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθιζόμενα — σπαθίζω stir with a spatula pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθιζόμενοι — σπαθίζω stir with a spatula pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθίζεσθαι — σπαθίζω stir with a spatula pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθίζεται — σπαθίζω stir with a spatula pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθίζοντες — σπαθίζω stir with a spatula pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθίζων — σπαθίζω stir with a spatula pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)